λυγμώδης
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
English (LSJ)
λυγμῶδες, = λυγγώδης, Hp.Art.86.
Greek (Liddell-Scott)
λυγμώδης: -ες, = λυγγώδης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 840, Διοκλ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀντίγ. 3.
Greek Monolingual
-ες (Α λυγμώδης, -ῶδες) λυγμός
νεοελλ.
αυτός που συνοδεύεται από λυγμούς, λυγμικός («λυγμώδης θρήνος»)
αρχ.
αυτός που συνοδεύεται από λόξυγγα.
German (Pape)
ες, = λυγγώδης, sp. Medic.