λυπητέον
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
one must feel pain, X.Ap. 27.
Greek (Liddell-Scott)
λῡπητέον: ῥηματικ. ἐπίθ. τοῦ λυποῦμαι, δεῖ λυπεῖσθαι, Ξεν. Ἀπολ. 27.
Greek Monotonic
λῡπητέον: ρημ. επίθ., πρέπει να λυπηθούμε, σε Ξεν.