λυσσικός

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λύσσαλυσσικός ιός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία].