λυτέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must refute, Pl.Grg. 480e; one must open, φλέβας Herod.Med. in Rh.Mus.58.89.
2 Adj. λυτέος that must be repealed, νόμος D.24.78.
Russian (Dvoretsky)
λυτέον: adj. verb. к λύω.
Greek (Liddell-Scott)
λῠτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ λύω, δεῖ λύειν, Πλάτ. Γοργ. 480Ε.
Greek Monotonic
λῠτέον: ρημ. επίθ. του λύω, πρέπει να λύσουμε, σε Πλάτ.