λόγγος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

ο (Μ λόγγος)
πυκνό δάσος, ιδίως από θάμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σλαβ. longŭ. Κατ' άλλη άποψη, < μσν. λόγγη «τάφρος»].