λόχια
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
τά, and Λοχία, ἡ, v. λόχιος.
German (Pape)
τά, = λοχεῖα, μαῖα λοχίων ἡ φύσις Antiphil. 40 (VII.375). S. auch λόχιος.
Russian (Dvoretsky)
λόχια: τά
1 разрешение от бремени, роды Anth.;
2 очищение после родов Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λόχια: τά, καὶ Λοχία, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. λόχιος.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λόχια: τά, και Λοχία, ἡ, βλ. λόχιος.