λόχια

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχια Medium diacritics: λόχια Low diacritics: λόχια Capitals: ΛΟΧΙΑ
Transliteration A: lóchia Transliteration B: lochia Transliteration C: lochia Beta Code: lo/xia

English (LSJ)

τά, and Λοχία, ἡ, v. λόχιος.

German (Pape)

τά, = λοχεῖα, μαῖα λοχίων ἡ φύσις Antiphil. 40 (VII.375). S. auch λόχιος.

Russian (Dvoretsky)

λόχια: τά
1 разрешение от бремени, роды Anth.;
2 очищение после родов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λόχια: τά, καὶ Λοχία, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. λόχιος.

Greek Monolingual

τα (Α λόχια)
βλ. λόχιος.

Greek Monotonic

λόχια: τά, και Λοχία, ἡ, βλ. λόχιος.