λύμαξ

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

German (Pape)

[Seite 70] ακος, = πέτρα, Hesych.; man leitet davon das lat. lumectus u. lumarius ab.

Greek (Liddell-Scott)

λύμαξ: πέτρα, Ἡσύχ.· - ἀμφίβ.

Greek Monolingual

λῡμαξ (Α)
στον πληθ. λύμακες
(κατά τον Ησύχ.) «πέτραι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῦμα (I), σχηματισμός σε -αξ, -ακος (πρβλ. βώλαξ, λίθαξ)].