μαγγανικός
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek (Liddell-Scott)
μαγγανικός: -ή, -όν, = μαγγανευτικός, Ἐκκλ.· τὸ -κόν, = μάγγανον, ΙΙ, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαγγανικός, -ή, -όν) μαγγανευτικός
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέταλλο μαγγάνιο ή αυτός που περιέχει μαγγάνιο («μαγγανικό άλας)
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὰ μαγγανικά
τα μάγγανα
2. φρ. «μαγγανικὸν ξύλον» ή, απλώς, «μαγγανικόν» — πολιορκητική μηχανή, καταπέλτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ.-μσν. τ. < μάγγανον. Ο νεοελλ. τ. < μαγγάνιο. Ο νεοελλ. τ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].