μαιάς
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
English (LSJ)
μαιάδος, ἡ, fem. of
A μαιευτικός, τέχνη Nonn. D. 3.403.
II cf. Μαῖα.
Greek (Liddell-Scott)
μαιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ μαιευτικός, τέχνη Νόνν. Δ. 4. 403 πρβλ. Μαῖα.
Greek Monolingual
μαιάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που αναφέρεται στην τέχνη της μαίας, μαμμική, μαιευτική («ἐκοίμισε μαιάδι τέχνῃ», Νόνν.)
2. ως κύριο όν. ἡ Μαιάς
η μητέρα του Ερμού, η Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -άς].
German (Pape)
άδος, ἡ, = μαῖα, von Suid. μάμμη, τροφός erkl. Bei Nonn. D. 3.403 = μαιευτική.