μαιάς

From LSJ

Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl

Menander, Monostichoi, 105
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαιάς Medium diacritics: μαιάς Low diacritics: μαιάς Capitals: ΜΑΙΑΣ
Transliteration A: maiás Transliteration B: maias Transliteration C: maias Beta Code: maia/s

English (LSJ)

μαιάδος, ἡ, fem. of
A μαιευτικός, τέχνη Nonn. D. 3.403.
II cf. Μαῖα.

Greek (Liddell-Scott)

μαιάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ μαιευτικός, τέχνη Νόνν. Δ. 4. 403 πρβλ. Μαῖα.

Greek Monolingual

μαιάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που αναφέρεται στην τέχνη της μαίας, μαμμική, μαιευτική («ἐκοίμισε μαιάδι τέχνῃ», Νόνν.)
2. ως κύριο όν. ἡ Μαιάς
η μητέρα του Ερμού, η Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -άς].

German (Pape)

άδος, ἡ, = μαῖα, von Suid. μάμμη, τροφός erkl. Bei Nonn. D. 3.403 = μαιευτική.