μακαρῖτις

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

French (Bailly abrégé)

μακαρίτιδος
adj. f. de μακαρίτης.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰρῖτις: ῐδος adj. f покойная (ἡ μ. μου γυνή Luc.).

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu μακαρίτης; Theocr. 2.70; γυνή, Luc. Philops. 27.