μακρηγορῶ
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Mantoulidis Etymological
(=μιλῶ διεξοδικά, πολυλογῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό μακρήγορος (=μακρός + ἀγορεύω).
Παράγωγα: μακρηγορία καί γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ἀγορεύω.