μακρηγορῶ

From LSJ

Mantoulidis Etymological

(=μιλῶ διεξοδικά, πολυλογῶ). Παρασύνθετο ἀπό τό μακρήγορος (=μακρός + ἀγορεύω).
Παράγωγα: μακρηγορία καί γιά περισσότερα παράγωγα δές στό ρῆμα ἀγορεύω.