μαλακοειδής
From LSJ
English (LSJ)
μαλακοειδές, soft-sounding, στίχος Sch.Heph.p.292 C.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκοειδής: -ές, μαλακὸς τὸ εἶδος, τὴν φύσιν, Δράκων 141.
Greek Monolingual
μαλακοειδής, -ές (Α)
φρ. «μαλακοειδὴς στίχος» — ο στίχος που ακούγεται απαλά.
German (Pape)
ές, von weicher Akt, Beschaffenheit, weichlich, Gramm.