μανάκις
From LSJ
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
English (LSJ)
Adv. (μανός) seldom, Hsch.; μ. τῆς ἡμέρας Pl.Com.200.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱνάκις: Ἐπίρρ. «ὀλιγάκις, σπανίως» Ἡσύχ.· μ. τῆς ἡμέρας Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 71.
Greek Monolingual
μανάκις (Α)
επίρρ. σπάνια, λίγες φορές («μανάκις
ὀλιγάκις, σπανίως», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «χαλαρός, σπάνιος», κατά το πολλάκις.
German (Pape)
= ὀλιγάκις, Hesych. und Zon. aus Plat. com.