μανώδης

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανώδης Medium diacritics: μανώδης Low diacritics: μανώδης Capitals: ΜΑΝΩΔΗΣ
Transliteration A: manṓdēs Transliteration B: manōdēs Transliteration C: manodis Beta Code: manw/dhs

English (LSJ)

μανῶδες, of loose texture, Arist.PA695b26.

German (Pape)

[Seite 94] ες, = μανοειδής, ές, Arist. p. an. 4, 13.

Russian (Dvoretsky)

μᾱνώδης: негустой, редкий, жидкий (οὐρά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μανώδης: -ες, μανοειδής, ἀραιός, μανώδη οὐρὰν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 13. 7.

Greek Monolingual

μανώδης, -ῶδες (Α) μανός
αυτός που έχει χαλαρή σύσταση, αραιός, μαλακός.