μαριεύς
English (LSJ)
-έως, ὁ, a stone that takes fire when water is poured on it, Arist.Mir.833a27, Hsch. (μαριζεύς cod.).
Russian (Dvoretsky)
μαριεύς: έως ὁ Arst. v.l. = μαριθάν.
Greek (Liddell-Scott)
μαριεύς: -έως, ὁ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. Ἀκουσμ. 41 (διάφορ. γραμ. μαριθάς), λίθος τις ὃς ἐπισταζομένου ὕδατος καίεται: παρ’ Ἡσυχ. φέρεται μαριζεύς, ἐνῷ ἡ τάξις τῆς θέσεως ἀπαιτεῖ μαριεύς.
Greek Monolingual
μαριεύς, -έως, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος αναφλέγεται όταν στάξει κανείς νερό πάνω στην επιφάνειά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με μαρίλη].
Frisk Etymological English
-έως
Grammatical information: m.
Meaning: stone, that burns in contact with water (Arist. Mir. 833 a 27; v.l. μαριθάν [acc.]); in H. μαριζεύς λίθος τις, ὅς ἐπισταζομένου ὕδατος καίεται; also μαριθήν (nom.) without indication of meaning in Hdn. 1, 16, 7.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Correct form uncertain; connected with μαρμαίρω (s.v.)?; so prop. "der Funkler, Strahler". See μαρίλη.
Frisk Etymology German
μαριεύς: -έως
{marieús}
Forms: auch μαριθήν (Nom.) ohne Bed.angabe bei Hdn. 1, 16, 7.
Grammar: m.
Meaning: Stein, der bei Berührung mit Wasser brennt (Arist. Mir. 833 a 27; v.l. μαριθάν [Akk.]); bei H. μαριζεύς· λίθος τις, ὅς ἐπισταζομένου ὕδατος καίεται;
Etymology: Richtige Form unsicher, aber wohl jedenfalls letzten Endes mit μαρμαίρω (s.d.) verwandt; dann eig. "der Funkler, Strahler".
Page 2,175