μαρτιάτικος

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-η, -ο και μαρτιανός, -ή, -ό Μάρτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικο
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Erigeron crispus, του γένους Ηριγέρων, καθώς και του φυτού Senecio vulgaris, του γένους Σενέκιο.