Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαρτιάτικος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο και μαρτιανός, -ή, -ό Μάρτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικο
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Erigeron crispus, του γένους Ηριγέρων, καθώς και του φυτού Senecio vulgaris, του γένους Σενέκιο.