μαστάριον
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
τό, Dim. of
A μαστός 1.2, Alciphr.1.31 (pl.).
II Dim. of μαστός II.3, prob. in IG11(4).1307.23,1308.2 (v. Supp.Epigr. 3.665) (Delos).
III cover of an alembic, Syn.Alch.p.60 B.
Greek (Liddell-Scott)
μαστάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαστός, ὡς καὶ νῦν, Ἀλκίφρων 1. 31.
Greek Monolingual
μαστάριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του μαστός) βλ. μαστάρι.
German (Pape)
τό, dim. von μαστός, Alciphr. 1.39, 49.