μαστάρι

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

το (Α μαστάριον, Μ μαστάρι και μαστάριν και μουστάρι και μαστάρ') μαστός
νεοελλ.
1. ο μαστός τών γαλακτοφόρων ζώων
2. ειρων. μεγάλος γυναικείος μαστός
μσν.-αρχ.
ο μαστός («τὰ μαστάρια τοῖς δικασταῖς ἀπέδειξας», Αλκίφρ.)
αρχ.
1. μικρός μαστός
2. κύπελλο που έχει το σχήμα μαστού
3. το μαστοειδές κάλυμμα του άμβυκα.