ματαιοβαστάκτης

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοβαστάκτης Medium diacritics: ματαιοβαστάκτης Low diacritics: ματαιοβαστάκτης Capitals: ΜΑΤΑΙΟΒΑΣΤΑΚΤΗΣ
Transliteration A: mataiobastáktēs Transliteration B: mataiobastaktēs Transliteration C: mataiovastaktis Beta Code: mataiobasta/kths

English (LSJ)

nugigerulus, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιοβαστάκτης: ὁ, μωρολόγος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ματαιοβαστάκτης, ὁ (Α)
αυτός που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + βαστακτής (< βαστάζω), πρβλ. φορτοβαστάκτης].

German (Pape)

ὁ, Possen-, Lügenträger, Gloss.