ματαιοβαστάκτης
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
nugigerulus, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ματαιοβαστάκτης: ὁ, μωρολόγος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ματαιοβαστάκτης, ὁ (Α)
αυτός που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + βαστακτής (< βαστάζω), πρβλ. φορτοβαστάκτης].
German (Pape)
ὁ, Possen-, Lügenträger, Gloss.