ματαιοβαστάκτης
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
nugigerulus, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
ματαιοβαστάκτης: ὁ, μωρολόγος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ματαιοβαστάκτης, ὁ (Α)
αυτός που λέει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + βαστακτής (< βαστάζω), πρβλ. φορτοβαστάκτης].
German (Pape)
ὁ, Possen-, Lügenträger, Gloss.