μαυροτήγανο

Greek Monolingual

το (Μ μαυροτήγανον)
κακόηθες έλκος ή μελάνωμα, κακό σπυρί
νεοελλ.
1. τηγάνι που είναι μαύρο από τον καπνό
2. (χλευαστικά) μελαχρινός.