κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
μαυρότριχος, -ον (Α)αυτός που έχει μαύρα μαλλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + θρίξ, τριχός (πρβλ. ξανθότριχος)].