μαχεούμενος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
French (Bailly abrégé)
part. prés. épq. de μαχέομαι.
German (Pape)
= μαχόμενος, μαχειόμενος, Od. 11.403, 24.113.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχεούμενος: Hom. = μαχόμενος (см. μάχομαι).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχεούμενος: Ἐπικὸν ἀντὶ μαχόμενος, Ὀδ. Λ. 403., Ω. 113.
Greek Monotonic
μᾰχεούμενος: Επικ. αντί μαχόμενος, μτχ. ενεστ. του μάχομαι.