μαχεούμενος

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

French (Bailly abrégé)

part. prés. épq. de μαχέομαι.

German (Pape)

= μαχόμενος, μαχειόμενος, Od. 11.403, 24.113.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχεούμενος: Hom. = μαχόμενος (см. μάχομαι).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχεούμενος: Ἐπικὸν ἀντὶ μαχόμενος, Ὀδ. Λ. 403., Ω. 113.

Greek Monotonic

μᾰχεούμενος: Επικ. αντί μαχόμενος, μτχ. ενεστ. του μάχομαι.