μείλανι

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

French (Bailly abrégé)

dat. épq. de μέλας.

English (Autenrieth)

see μέλας.

Greek Monotonic

μείλᾰνι: Επικ. αντί μέλανι, δοτ. του μέλας.