μεγαλκής
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
German (Pape)
[Seite 105] ές, = μεγαλαλκής, θήρ, Ep. ad. 292 (Plan. 105).
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλκής: -ές, = μεγαλαλκής, Ἀνθ. Πλαν. 105· - Λοβ. κεραλκῆ.
Greek Monolingual
μεγαλκής, -ές (Α)
μεγα
λαλκής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγα- + -αλκής (< ἀλκή), πρβλ. μεγαλαλκής].
Greek Monotonic
μεγαλκής: -ές, = μεγαλαλκής, σε Ανθ.
Middle Liddell
μεγ-αλκής, ές = μεγαλαλκής, Anth.]