μεγαλουσιάνος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
-ο, θηλ. μεγαλουσιάνα (Μ μεγαλοσιάνος)
άτομο που κατέχει εξέχουσα θέση στην κοινωνία ή στην πολιτεία
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύεται για την ανώτερη θέση του στην κοινωνία ή στην πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. -ουσιάνος κατά το πρωτευ-ουσιάνος].