μεγαρίτικος

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

-η, -ο Μεγαρίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρικός.