μεθείς

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

French (Bailly abrégé)

εῖσα, έν;
part. ao.2 de μεθίημι.

Greek Monotonic

μεθείς: μτχ. αόρ. βʹ του μεθίημι.

Russian (Dvoretsky)

μεθείς: part. aor. 2 к μεθίημι.