μεθορίζω
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
English (LSJ)
determino, Glossaria: μεθορίζει· μετέχει, Hsch.
German (Pape)
[Seite 114] angränzen, Teil nehmen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μεθορίζω: μετὰ ταῦτα ὁρίζω, Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. τ. 4, σελ. 241.
συνορεύω, «μεθορίζει· μετέχει» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεθορίζω (ΑM)
συνορεύω
αρχ.
εξορίζω, διώχνω, αποβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὁρίζω.