μεθορίζω

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθορίζω Medium diacritics: μεθορίζω Low diacritics: μεθορίζω Capitals: ΜΕΘΟΡΙΖΩ
Transliteration A: methorízō Transliteration B: methorizō Transliteration C: methorizo Beta Code: meqori/zw

English (LSJ)

determino, Glossaria: μεθορίζει· μετέχει, Hsch.

German (Pape)

[Seite 114] angränzen, Teil nehmen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεθορίζω: μετὰ ταῦτα ὁρίζω, Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. τ. 4, σελ. 241.
συνορεύω, «μεθορίζει· μετέχει» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μεθορίζω (ΑM)
συνορεύω
αρχ.
εξορίζω, διώχνω, αποβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὁρίζω.