μειοδοτικός

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μειοδοσία ή αυτός που αποβλέπει σε αυτήν
2. αυτός που γίνεται με μειοδοσία (α. «μειοδοτική δημοπρασία» β. «μειοδοτικός διαγωνισμός»).
επίρρ...
μειοδοτικώς και μειοδοτικά
με μειοδοτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].