μειοδοσία
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια του μειοδοτώ, η προσφορά μικρότερης τιμής σε δημοπρασία για την εκτέλεση ενός έργου ή για την προμήθεια ενός πράγματος
2. μτφ. επίδειξη δουλικότητας
3. φρ. «εθνική μειοδοσία» — η προδοσία από κάποιον τών συμφερόντων της πατρίδας του, ασυγχώρητη υποχωρητικότητα από ανικανότητα ή ιδιοτέλεια σε βάρος τών εθνικών συμφερόντων κατά την άσκηση μιας πολιτικής ή κατά τον χειρισμό θεμάτων εθνικής σημασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].