μελάντερος
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
French (Bailly abrégé)
α, ον :
Cp. de μέλας.
German (Pape)
Kompar. zu μέλας.
Russian (Dvoretsky)
μελάντερος: compar. к μέλας.
Greek (Liddell-Scott)
μελάντερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ μέλας.
Greek Monolingual
μελάντερος, -έρα, -ον (Α)
συγκριτ. βαθμός του μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κατάλ. συγκριτ. -τερος].
Greek Monotonic
μελάντερος: -α, -ον, συγκρ. του μέλας.
Middle Liddell
μελάντερος, η, ον [comp. of μέλας.]