μελανδόχιον
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
τό, inkstand, Glossaria.
Greek Monolingual
μελανδόχιον, τὸ (Α) μελανδόχον
μελανοδοχείο, καλαμάρι.