μελανοφανής

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

μελανοφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. δημοφανής, τηλεφανής].