μελανόκολπος
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
μελανόκολπον, darkbosomed, Νύξ prob. for μεγαλόκολπος in B.Fr.23.
German (Pape)
[Seite 119] Ilgen's Conj. für μεγαλόκολπος.
Greek Monolingual
μελανόκολπος, -ον (Α)
βλ.μελάγκολπος.