μελλέβιος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ἡμιθανής, καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 125] ein in Ohnmacht od. in den letzten Zügen Liegender, bei dem das Leben zaudert, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μελλέβιος: «ἡμιθανής, [καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος]» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μελλέβιος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡμιθανής, καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος».