μεσοειδής
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
μεσοειδές, (cf. μέση 1) in the region of the μέση, i.e. in the middle region of the voice, μελοποιΐα Aristid. Quint.1.12.
German (Pape)
[Seite 138] ές, dem mittleren, bes. der μέση ähnlich, Anonvm. de Music. 27.
Greek (Liddell-Scott)
μεσοειδής: -ές, ἴδε ἐν λ. μέση Ι.
Greek Monolingual
μεσοειδής, -ές (Α)
αυτός που ηχεί στους μεσαίους τόνους της φωνής, σε αντιδιαστολή με τους υψηλούς και τους χαμηλούς («μελοποιία.... ἡ μὲν ὑπατοειδής ἐστιν, ἡ δὲ μεσοειδής», Αριστείδ. Κ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ειδής].