μετάκλισις
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A change of position, Archig. ap.Aët.8.73, Aret.SD2.1 (pl.): in Tactics, ῥοπαὶ καὶ -κλίσεις J.BJ 6.1.7.
II Gramm., = μετάληψις, Eust.15.29.
German (Pape)
[Seite 148] ἡ, das Anderswohinbiegen, Umbiegen, die Umänderung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετάκλῐσις: ἡ, μεταβολὴ θέσεως, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1· - Παρὰ τοῖς Γραμμ., = μετάληψις.