μεταλαμπαδεύω
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Greek (Liddell-Scott)
μεταλαμπᾰδεύω: μεταβιβάζω ὡς λαμπάδα εἰς ἕτερον, Κλήμ. Ἀλ. 503.
Greek Monolingual
(Α μεταλαμπαδεύω)
μεταδίδω το φως της παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι της διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῦ γένους ἡμῶν καὶ οἱονεὶ διαμονήν τινα παισὶ παίδων μεταλαμπαδευομένην», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + λαμπαδεύω (< λαμπάς, -άδος)].