μεταλείπω

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek (Liddell-Scott)

μεταλείπω: καταλείπω, ἄλλοις μεταλείψας (νῦν καταλείψας) εἰς τρυφὴν τὴν οὐσίαν Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 7: ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 713 κἑξ.

Greek Monolingual

μεταλείπω (Α)
καταλείπω, αφήνω κάτι σε άλλον.