μεταλλουργεῖον

English (LSJ)

τό, mine, D.S.5.38.

German (Pape)

[Seite 149] τό, Ort, wo Metalle verarbeitet werden, D. Sic. 5, 38.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλουργεῖον: τό, μεταλλεῖον, Διόδ. 5. 38.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλουργεῖον: τό рудник, копи Diod.