μεταπίνω
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
[ῑ], drink after, Hp.Acut.56, in Pass., opp. προπίνομαι.
German (Pape)
[Seite 152] (s. πίνω), nachtrinken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπίνω: μέλλ. -πίομαι, πίνω κατόπιν, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393.
Greek Monolingual
και ματαπίνω (Α μεταπίνω)
νεοελλ.
πίνω πάλι, ξαναπίνω («από τότε που αρρώστησε δεν ματαπίνει κρασί»)
αρχ.
πίνω έπειτα.