μεταπίνω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
[ῑ], drink after, Hp.Acut.56, in Pass., opp. προπίνομαι.
German (Pape)
[Seite 152] (s. πίνω), nachtrinken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπίνω: μέλλ. -πίομαι, πίνω κατόπιν, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393.
Greek Monolingual
και ματαπίνω (Α μεταπίνω)
νεοελλ.
πίνω πάλι, ξαναπίνω («από τότε που αρρώστησε δεν ματαπίνει κρασί»)
αρχ.
πίνω έπειτα.