μεταψυχικός
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. σχετικός με ψυχικά φαινόμενα που υπερβαίνουν την κοινή ψυχολογία και δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί επιστημονικά
2. το θηλ. ως ουσ. η μεταψυχική
η μελέτη τών μεταψυχικών φαινομένων αλλ. παραψυχολογία, μεταψυχολογία
3. φρ. «μεταψυχικό άτομο» — το μέσον, το μέντιουμ.
επίρρ...
μεταψυχικά
με μεταψυχικό τρόπο.