μετεωρικός

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

-ή, -ό
μετέωρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μετέωρο ή προέρχεται από μετέωρομετεωρικός κρατήρας» — κρατήρας που σχηματίζεται από την πτώση μεγάλου μετεωρίτη)
2. αυτός που έχει τον εφήμερο χαρακτήρα μετεώρου
3. φρ. α) «μετεωρικό νερό»
(γεωλ.-μετεωρ.) νερό που υπάρχει στην ατμόσφαιρα της Γης και πέφτει στην επιφάνεια της με τη μορφή ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, λ.χ. βροχής, χιονιού κ.λπ.
β) «μετεωρικό ρεύμα»
αστρον. η είσοδος στην ατμόσφαιρα της Γης μετεώρων ή διαττόντων αστέρων στο ίδιο περίπου μέρος του ουρανού και κατά τον ίδιο περίπου χρόνο.