μετιτέον
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
A one must pass on, ἐπί τινα D.L.6.105, cf. Ruf.Anat.18, Gal.9.275, Jul.Or.2.52b, Arg.D.22. † 7, Iamb. in Nic.p.91 P.; μ. ἐφ' ἕτερον βίον Alciphr.3.13.
II one must go in search of a thing, inquire, Arist.Metaph. 1041a10; περί τινος Id.Top.128b10.
Greek (Liddell-Scott)
μετῐτέον: ῥημ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ μεταβῇ, ἐπί τι Διογ. Λ. 6. 105. ΙΙ. ἐξεταστέον, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 17, 1, κ. ἀλλ.· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 4. 6, 14.
Russian (Dvoretsky)
μετῐτέον: adj. verb. к μέτειμι II.
German (Pape)
Adj. verb. zu μέτειμι².