μηδαμά
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
(prop. neut. pl., v. μηδαμός), Adv. of μηδαμός, of time, = μηδέποτε, and of Manner, not at all, freq. in Hdt. with another μή, or compd. of μή, μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῦν 1.68; μηδαμὰ μηδέν never anything, 7.50; ὄψιν, τὴν μηδαμὰ ὤφελον ἰδεῖν 3.65; τόδ' ἴσθι μηδάμ' ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον… θανεῖν A.Pers. 431, cf. Pr.526 (lyr.), S.OC517 (lyr.), 1104, 1698 (lyr.); ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ' ἐμοῦ μηδαμὰ κακὸν τὸ λοιπόν Ar.Th.1162; μηδαμὰ κάθοδον εἶναι ἐς Ἁλικαρνησσόν SIG45.39 (Halic., v B.C.): with tmesis, οὐ γὰρ μή ποτε τοῦτο δαμ' ᾖ prob. in Parm.7.1 (AJP21.73).
French (Bailly abrégé)
adv.
1 nullement, c. μηδαμῇ;
2 jamais.
Étymologie: acc. pl. neutre de μηδαμός.
Greek Monolingual
μηδαμά και μηθαμά (Α)
επίρρ.
1. (χρόνου) ποτέ, μηδέποτε
2. (τρόπου) με κανέναν τρόπο («μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῡν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -ά].
Russian (Dvoretsky)
μηδᾰμά: (μᾰ) ион. = μηδαμή (см. μηδαμός).
English (Woodhouse)
(see also: μηδαμός) by no means