μηδαμά

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηδᾰμά Medium diacritics: μηδαμά Low diacritics: μηδαμά Capitals: ΜΗΔΑΜΑ
Transliteration A: mēdamá Transliteration B: mēdama Transliteration C: midama Beta Code: mhdama/

English (LSJ)

(prop. neut. pl., v. μηδαμός), Adv. of μηδαμός, of time, = μηδέποτε, and of Manner, not at all, freq. in Hdt. with another μή, or compd. of μή, μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῦν 1.68; μηδαμὰ μηδέν never anything, 7.50; ὄψιν, τὴν μηδαμὰ ὤφελον ἰδεῖν 3.65; τόδ' ἴσθι μηδάμ' ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον… θανεῖν A.Pers. 431, cf. Pr.526 (lyr.), S.OC517 (lyr.), 1104, 1698 (lyr.); ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ' ἐμοῦ μηδαμὰ κακὸν τὸ λοιπόν Ar.Th.1162; μηδαμὰ κάθοδον εἶναι ἐς Ἁλικαρνησσόν SIG45.39 (Halic., v B.C.): with tmesis, οὐ γὰρ μή ποτε τοῦτο δαμ' ᾖ prob. in Parm.7.1 (AJP21.73).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 nullement, c. μηδαμῇ;
2 jamais.
Étymologie: acc. pl. neutre de μηδαμός.

Greek Monolingual

μηδαμά και μηθαμά (Α)
επίρρ.
1. (χρόνου) ποτέ, μηδέποτε
2. (τρόπου) με κανέναν τρόπο («μὴ μὲν γενέσθαι μηδαμὰ μέζονας ἀνθρώπους τῶν νῡν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -ά].

Russian (Dvoretsky)

μηδᾰμά: (μᾰ) ион. = μηδαμή (см. μηδαμός).

English (Woodhouse)

(see also: μηδαμός) by no means

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)