μηδαμῇ
English (LSJ)
Adv., = μηδαμοῦ, μ. χάλα A.Pr.58; = μηδαμά, μὴ φύγητε μ. S.Ph.789; μὴ προσπαίζοντας μηδαμῇ μηδαμῶς οἰκέταις Pl.Lg.778a; τοὺς μηδαμῇ μηδαμῶς τοῦ πράγματος ἐγγύς D.45.38.
French (Bailly abrégé)
adv.
en aucune manière, nullement.
Étymologie: dat. fém. sg. de μηδαμός.
Greek (Liddell-Scott)
μηδᾰμῇ: ἢ μηδᾰμὰ (ἴδε ἐν λ. οὐδαμῇ), ἐπίρρ. τοῦ μηδαμός, ἐν χρήσει κυρίως ἐπὶ τρόπου, κατ’ οὐδένα τρόπον, μηδαμῶς, συχνάκις παρ’ Ἡροδ. μετ’ ἄλλου μὴ ἢ συνθέτου τοῦ μή, μηδ’ ἄλλων μηδαμὰ μηδαμῶν ἀνθρώπων 2. 91· μηδαμὰ μηδὲν 7. 50· μηδαμῇ χάλα Αἰσχύλ. Πρ. 58, πρβλ. 426· τόδ’ ἴσθι μηδάμ’ ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον... θανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 431· μὴ φύγητε μηδαμῇ Σοφ. Φιλ. 789· ἀκοῦσαι μηδὲν ὑπ’ ἐμοῦ μηδαμὰ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1162.
Greek Monolingual
μηδαμῇ (Α)
επίρρ.
1. (τρόπου) με κανέναν τρόπο
2. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. κρυφῇ, οὑδαμῇ)].
German (Pape)
= μηδαμῆ.