μηδαμού

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

(Α μηδαμοῦ και μηθαμοῦ)
επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῦ ξυμμαχεῖ», Θουκ.)
αρχ.
(τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. ουδαμού)].