μηκωνοφόρος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
(sc. γῆ), ἡ, opium-bearing land, Sammelb.4369b50 (iii B. C.), PLond.ined.2361r (iii B.C.).
Greek Monolingual
μηκωνοφόρος, ἡ (Α)
(ενν. γη) γη που παράγει παπαρούνες, μήκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων, -ωνος + -φόρος].