μηνογραφώ
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
μηνογραφῶ, -έω (Μ)
σημειώνω ή γράφω την ημερομηνία σε επιστολή ή έγγραφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω)].