μισελευθερία

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η
το μίσος προς την ελευθερία του λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ελευθερία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία].